άφλοιος

άφλοιος
ἄφλοιος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει φλοιό ή που του αφαιρέθηκε ο φλοιός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄφλοιος — without integument masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφλοιον — ἄφλοιος without integument masc/fem acc sg ἄφλοιος without integument neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφλοίου — ἄφλοιος without integument masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφλοιοι — ἄφλοιος without integument masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԿԵՂԵՒ — ( ) NBH 1 0173 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἅφλοιος decorticatus Մերկեալ ʼի կեղեւոյ. կեղեւեալ. կեղեւ չունեցօղ, կեղեւած. ... *(Գաւազանն Ահարոնի) անկեղեւն եւ անցամաքն բուսաւ. Կոչ. ՟Ժ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”